Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφραγμός — ο (AM ἐμφραγμός) έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.) … Dictionary of Greek
ἐμφραγμῷ — ἐμφραγμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)